- Ἀπατουρίων
- Ἀπατούριαthe Apaturianeut gen plἈπατούριοςfem gen plἈπατούριοςmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κουρεώτις — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή, κατά την οποία τα αγόρια γράφονταν στις φατρίες. Η γιορτή αυτή γινόταν την τρίτη ημέρα των Aπατουρίων (βλ. λ.) και οι πατέρες των παιδιών προσέφεραν τότε τη λεγόμενη θυσία του κουρείου. * * * Κουρεῶτις, ιδος, ἡ (Α) η τρίτη … Dictionary of Greek
Γορπιαίος — Γορπιαῑος, ο (Α) όνομα μακεδόνικου μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε αρχικό τ. δόρπια «η πρώτη μέρα τής γιορτής τών Απατουρίων»] … Dictionary of Greek
ανάρρυσις — ἀνάρρυσις, η (AM) [αναρρύω] μσν. η απελευθέρωση, η απολύτρωση αρχ. η δεύτερη μέρα της εορτής των Απατουρίων … Dictionary of Greek
δορπία — δορπία, η (Α) 1. παραμονή γιορτής 2. η πρώτη μέρα τής γιορτής τών Απατουρίων που γιορταζόταν με δημόσιο δείπνο σε κάθε φρατρία … Dictionary of Greek
κουρόσυνος — (I) κουρόσυνος, ον (Α) νέος, νεαρός, νεανικός («τρίχα τήνδε κουρόσυνον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + όσυνος (πρβλ. κηδ όσυνος, χαρμ όσυνος)]. (II) κουρόσυνος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κούρεμα τών μαλλιών 2. (το ουδ. στον … Dictionary of Greek
κούρειον — κούρειον, τὸ (Α) [κουρά] το πρόβατο που θυσιαζόταν από τον πατέρα ο οποίος οδηγούσε το παιδί του στους φράτερες, μόλις αυτὸ γινόταν τριών ή τεσσάρων ετών, για να εγγραφεί στη φρατρία κατά την κουρεώτιδα ημέρα, την τρίτη τών Απατουρίων … Dictionary of Greek
μείον — (I) το (ΑM μεῑον, ονος) βλ. μείων. (II) μεῑον, ου, τὸ (Α) το πρόβατο το οποίο προσφερόταν κατά την τρίτη ημέρα τής εορτής τών Απατουρίων, που τελούνταν στην αρχαία Αθήνα, από πατέρα ως θυσία μαζί και δώρο για την εγγραφή τού γιου του στους… … Dictionary of Greek
μειαγωγός — μειαγωγός, όν (Α) αυτός που οδηγούσε το αρνί, που επρόκειτο να θυσιαστεί, στους φράτορες για να ζυγιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (ΙΙ) «πρόβατο που θυσιαζόταν στη γιορτή τών Απατουρίων» + ἀγωγός (πρβλ. παιδ αγωγός)] … Dictionary of Greek
Αιγικορείς — Μία από τις τέσσερις αρχαίες φυλές της Αττικής και πολλών άλλων ιωνικών πόλεων. Οι άλλες ήταν οι Αργαδείς, οι Οπλίτες και οι Γελέοντες. Επειδή η ετυμολογία των λέξεων ήταν άγνωστη υπήρχαν δύο ερμηνείες. Η μία ότι τις δημιούργησε ο Ίων και τους… … Dictionary of Greek
Δόρπια ή Δόρπεια — Η πρώτη από τις τρεις ημέρες της αρχαίας αθηναϊκής γιορτής των Απατουρίων. Ονομάστηκε έτσι από τα δόρπα (δείπνα) που παρέθεταν με την ευκαιρία της γιορτής … Dictionary of Greek